ανθοκομικός

ανθοκομικός
-ή, -ό
1. ο σχετικός με την ανθοκομία
2. το θηλ. ως ουσ. ανθοκομική
η ανθοκομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανθοκομία. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στο περιοδικό σύγγραμμα Γεωργική πρόοδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”